- πολυφωνικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στην πολυφωνία: Πολυφωνική μουσική σύνθεση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολυφωνικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολυφωνία (α. «πολυφωνική μουσική σύνθεση» β. «πολυφωνικό άσμα»). επίρρ... πολυφωνικώς και ά κατά τρόπο πολυφωνικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυφωνία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
πολυφωνία — Συνήχηση και συνδυασμός σε μια ηχητική ενότητα δύο ή περισσότερων μελωδικών γραμμών (φωνών ή μερών), που διατηρούν τουλάχιστο τη μελωδική, συχνά και τη ρυθμική τους ανεξαρτησία, και διέπονται από τους κανόνες της αντίστιξης, όπως αυτοί… … Dictionary of Greek